- τρυγόνι
- τρῡγόνι , τρυγώνturtle-dovefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυγόνι, το — τρυγόνι, το, 1 . άγριο πουλί που μοιάζει με περιστέρι. 2. μτφ., άνθρωπος αργόστροφος στο μυαλό, όχι έξυπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυγόνι — (streptopelia turtur). Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, μήκους περίπου 30 εκ. και ανοίγματος πτερύγων περίπου 50 εκ. Τρώει σπόρους, βλαστούς και μικρά ασπόνδυλα και ζει στις νοτιοκεντρικές περιοχές της Ευρώπης και στη δυτική … Dictionary of Greek
Τρυγόνι — Τρυγών turtle dove masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτοτρυγόνι — ἐρωτοτρυγόνι, τὸ (Μ) το ερωτευμένο τρυγόνι, το τρυγόνι το πιστό στον έρωτα … Dictionary of Greek
τρυγονάκι — το, Ν [τρυγόνι] 1. υποκορ. τού τρυγόνι 2. φρ. «ζουν σαν τρυγονάκια» (μτφ. για νεαρό ζευγάρι) ζουν ευτυχισμένα … Dictionary of Greek
τρυγόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας. * * * η / τρυγών, όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν 1. το πτηνό τρυγόνι 2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού… … Dictionary of Greek
τουρτούρα — η, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού τρυγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. τουρτουρίζω] … Dictionary of Greek
τριζόνι — Bλ. λ. γρύλλος. * * * το, Ν ζωολ. (κν. ονομ.) το έντομο γρύλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κατάλ. όνι, κατά τα ον. τρυγόνι, αηδόνι κ.ά.] … Dictionary of Greek
τρύζω — ΝΜΑ, και σπάν. τ. στρύζω Α εκβάλλω σιγανό και γογγυστικό ήχο, όπως το τρυγόνι, το χελιδόνι και άλλα πουλιά νεοελλ. (για τζιτζίκια) εκβάλλω οξύ ήχο, τερετίζω αρχ. 1. (για υγρά) βγαίνω από την κοιλιά με τρυγμό («τὸ οῡρον τρύζει», Ιπποκρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
φοινικοπερίστερο — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού αγριοπερίστερου Streptopelia senegalensis, πολύ συγγενικού με το τρυγόνι και με τη δεκοχτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) + περιστέρι] … Dictionary of Greek